πορτάζει

πορτάζει
πορτάζει· δαμαλίζεται, Hsch. [full] πορτάκινον· μοσχίον, Id.; cf. πόρταξ.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πορτάζει — Α (κατά τον Ησύχ.) «δαμαλίζεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθωση τού τ. σε πορτα < κί>ζει < πορτάκι[ν]ον < πόρτις «μικρή αγελάδα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”